ασκούπιστος

ασκούπιστος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δε σκουπίστηκε με την πετσέτα, ασφόγγιστος: Πλύθηκα, αλλά είμαι ακόμη ασκούπιστος.
2. ασάρωτος: Τα δωμάτια τα είχε ασκούπιστα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ασκούπιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σκουπιστεί με τη σκούπα, ο ασάρωτος 2. εκείνος που δεν έχει καθαριστεί από τη σκόνη, ο αξεσκόνιστος («καρέκλα ασκούπιστη») 3. όποιος δεν έχει σκουπιστεί με πετσέτα («ασκούπιστα χέρια») …   Dictionary of Greek

  • ακόρητος — (I) ἀκόρητος, ον (Α) [κορέννυμι] 1. ο ακόρεστος «Ἄρης ἀκόρητος αὐτῆς» (Ησίοδος) 2. ασκούπιστος, ακαλλώπιστος. (II) ἀκόρητος, ον (Α) [κόρις] αυτός που δεν τόν ενόχλησαν οι κοριοί …   Dictionary of Greek

  • ασάρωτος — και ριστος, ρωγος, η, ο (Α ἀσάρωτος, ον) [σαρώ] εκείνος τον οποίο δεν έχουν σαρώσει, ο ασκούπιστος …   Dictionary of Greek

  • ασάρωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε σαρώθηκε, ασκούπιστος: Το σπίτι είχε μείνει ασάρωτο για πολλές μέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”